βασταχτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασταχτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βασταχτὸς ἐπίθ. πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ ἐπίθ. βαστακτός.
Σημασιολογία
1) Ὁ διὰ τῶν χειρῶν μετέωρος κρατούμενος πολλαχ.: Τὸν πῆγαν τὀ μεθυσμένο ’ς τὸ σπίτι του βασταχτό Ἔφεραν τόν ἄρρωστο βασταχτό. 2) Μεταφ. οἰκονόμος φειδωλός Ἁττικ.: Ὁ δεῖνα ἦταν βασταχτὸς κ᾿ ἔγινε νοικοκύρις. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἁπλοχέρης 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA