ἀσπρουλλάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπρουλλάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσπρουλλάκι τό, Προπ. (Μηχαν.) - ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 330,9.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀσπρούλλης κατὰ τύπ. ὑποκορ.

Σημασιολογία

Τὸ νόμισμα ἄσπρο δι᾽ ὃ ἰδ. ἄσπρος Β 1 ιγ Προπ. (Μηχαν.) - ΙΒενιζέλ. ἔνθ᾽ ἀν.: Παροιμ. Ἀσπρουλλάκι ἀσπρουλλάκι | ἀδε͜ιάζει γλήγορα τὸ σακκουλλάκι ΙΒενιζέλ. ἔνθ᾽ἀν. || ᾎσμ. Ἄνοιξε τὸ πουγγάκι σου τὸ μαργαριταρένιˬο καὶ βγάλε γρόσιˬα καὶ φλουριˬά, ἀσήμι καὶ λογάρι κι ἂν δὲ μᾶς δώσῃς μπερbεριˬό, δῶσ’ μας κἄν ἀσπρουλλάκι ( μπερbεριˬὸ = ἴσως πέρπυρο ) Μηχαν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/