γουρουνοκαγιˬανᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουνοκαγιˬανᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γουρουνοκαγιˬανᾶς ὁ, Πελοπν. (Μεσσην.) γουρ᾽νοκαγιˬανᾶς Πελοπν. (Ἀργολ. Βούτσ. Δίβρ. Κοντοβάζαιν.) - Κ. Μαρίν., Ν. Ἑστ. 2 (1928), 258.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ καγιˬανᾶς.

Σημασιολογία

Ὀμελέτα ἀπὸ ἁβγὰ καὶ ἁλίπαστον κρέας χοίρου τηγανισμένα μὲ χοίρειον λίπος ἔνθ᾽ ἀν. Ἔβαλα ᾽ς τὸ τηγάνι καμπόσες γουρ᾽νοτσιγαρίδες, ἔσπασα καὶ δγυˬὸ ἀβγὰ κ᾽ ἔκανα γουρ᾽νοκαγιˬανᾶ νὰ φᾶμε Πελοπν. (Δίβρ.) Μὲ ἀβγὰ καὶ τσιγαρίδες φκε͜ιάνουνε γουρ᾽νοκαγιˬανᾶ Κ. Μαρίν., Ν. Ἑστ. 2 (1928), 258. Συνών. τηγανιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/