γκιˬουμούλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκιˬουμούλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκιˬουμούλι τό, ἐνιαχ. γκιˬουμού᾽ Μακεδ. (Βλάστ. Βόιον Γαλατ. Γρεβεν. Δεσκάτ. Ἐράτυρ.) γκιμού᾽ Μακεδ. (Δεσκάτ.) γκιˬουλούμι Βιθυν. (Παλλαδάρ.) γκ᾽λιˬούμ᾽ Προπ. (Μηχαν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γκιˬούμι διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -ούλι.
Σημασιολογία
1) Γκιˬουμάκι 1, τὸ ὁπ. βλ., Βιθυν. (Παλλαδάρ.) Μακεδ. (Βλάστ. Βόιον Γήλοφ. Γρεβεν. Δεσκάτ. Ἐράτυρ.) 2) Γκιˬούμι 2 Μακεδ. (Γαλατ.): Πουλὺ καπνίσ᾽κιν τοὺ γκιˬουμού᾽, θέ᾽ τρίψ᾽μου μὶ ἄμμου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA