γκιˬουστέτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκιˬουστέτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκιˬουστέτσα ἡ, Γ. Ξενόπ., Θέατρ. Γ΄, 124.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. giustezzα.

Σημασιολογία

Ἐπὶ μέλους, ἀκρίβεια: Τόμου ὁ ἄθρωπος ἔχει φωνὴ κι ἀφτί, τέμπρο καὶ γκιˬουστέτσα, οὕλα τά ᾽χει! (τόμου = ὅταν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/