γκιˬοῦστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκιˬοῦστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γκιˬοῦστος ἐπίθ. Γ. Ξενόπ., Κόσμος, 100 gιˬοῦστος Ζάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. gιˬοῦστρος Ζάκ. τζοῦστος Ζάκ. Ἰθάκ. Οὐδ. gιˬοῦστο Ζάκ. Πελοπν. (Μεγαλόπ. κ.ἀ.) γιˬοῦστο Κεφαλλ. Φολέγ. γοῦστο Ναύστ. τζοῦστο Ἰθάκ. Κρήτ. κ.ἀ. τζοῦστου Μακεδ. (Θεσσαλον.) κιˬοῦστο Πελοπν. (Μάν.) gιˬοῦστου Νἀξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. giusto.

Σημασιολογία

1) Ἐπιθετικ., ἀκριβὴς, δίκαιος Ζάκ. Κεφαλλ. - Γ. Ξενόπ., Κόσμος, 100: Gιˬοῦστο πέζο (= ἀκριβὴς ζυγὸς) Κεφαλλ. Ἡ φωνὴ τοῦ Ἀλιμπράντε βραχνὴ λιγάκι μὰ γκιˬούστα κυριαρχοῦσε Γ. Ξενόπ. ἔνθ᾽ ἀν. β) Οὐσ., εἶδος παιδιᾶς κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ παίζων ρίπτει λιθάριον ἐπὶ λιθοστρώτου, χάνει δέ, ἐὰν ρίψῃ τοῦτο ἐπὶ τῆς διαχωριστικῆς γραμμῆς, ὅπου εὑρίσκονται οἱ λίθοι τῶν συμπαικτῶν του Ζάκ. 2) Τὸ οὑδ. ἑπιρρηματ., ἀκριβῶς Κεφαλλ. Κρήτ. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ναύστ. Πελοπν. (Μάν. Μεγαλόπ.) κ.ἀ.: Ἔναι τρακόσα δράμνιˬα κιˬοῦστο Μάν. Gιˬοῦστου δυˬὸ ὀκάδες εἶναι τὸ κριˬάσ᾽ Ἀπύρανθ. Μεσημέρι gιˬοῦστου ᾽ρθε αὐτόθ. Gιˬοῦστου τὰ μεσάνυχτα ξυπνήσαμ᾽ ἀπόψε αὐτόθ. Ἦρθε ἡ δουλειˬὰ gιˬοῦστος (ἔγινε καθὼς ἔπρεπε) Κρήτ. Σημαδεύω τὴν κουπαστὴ γοῦστο Ναύστ. || Φρ. Τὸ παίρνω γκιˬοῦστο (= κοιμοῦμαι) Μεγαλόπ. Δὲ dρέπεσαι γιˬοῦστο καὶ γιˬοῦστο ποὺ ἐγίνηκες ὁ γιˬογλεντὴς τσῆ γειτονιˬᾶς; (γιˬοῦστο καὶ γιˬοῦστο = εἰς τὸ τέλος, γιˬογλεντὴς = καταγέλαστος) Κεφαλλ. Ναὶ γιˬοῦστο! (μὰ τὴν ἀλήθεια!) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/