γκιργκιλιˬάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκιργκιλιˬάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκιργκιλιˬάκι τό, ἐνιαχ. γκιργκιλιˬά᾽ Θρᾴκ, (Ἀμόρ.) γκιρ᾽λιˬάκι Θρᾴκ. (Διδυμότ.) γκριλάκι Τσακων. (Χαβουτσ.) γκριλιˬά᾽ Θρᾴκ. (Καβακλ.) γριλάτι Τσακων. (Χαβουτσ.) γκερτλέκι Καππ. (Μισθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Κουτσοβλαχ. gîrgîlyanu = λάρυγξ. Ὁ τύπ. γκερτλέκι ἐκ τοῦ Τουρκ. girtlak. Βλ. καὶ ἐτυμολ. εἰς λ. γκιργκιλιˬάνος.

Σημασιολογία

Γκιργκιλιˬάνος 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Τοὺν ἔπιˬασι ἀποὺ τοὺ γκιργκιλιˬά᾽ Θρᾴκ. (Ἀμόρ.) Τὸ γκριλάκι πονόντα (=ὁ λάρυγγας πονεῖ) Τσακων. (Χαβουτσ.) || Φρ. Βράζ᾽ τὸ γριλάτσι τ᾽ (=βράζει ὁ λάρυγγας, ὁ ἄνθρωπος εὑρίσκεται εἰς ἐπιθανάτιον ρόγχον) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/