γκιργκιλιˬάνος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκιργκιλιˬάνος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γκιργκιλιˬάνος ὁ, Θρᾴκ. (Ἐπιβάτ. Μάλγαρ.) gιρgιˬλιˬάνος Θρᾴκ. (Σκοπ. Τσακίλ.) γκιργκιλιˬάνους Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μ. Ἀσία (Κυδων) gιρgιˬλιˬάνους Μ. Ἀσία (Κυδων.) γκιρντιλάνος Πελοπν. (Λιγουρ.) γιργιλιˬάνος Θρᾴκ. (Σκεπαστ.) γκαργκαλιˬάνους Μακεδ. (Βλάστ.) γκαρ᾽λιˬάνους Μακεδ. (Λαγκαδ. Νάουσ. Σέρρ.) gαρ᾽λιˬάνους Μακεδ. (Χαλκιδ.) gραg᾽λιˬάνους Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) γαργαλιˬάνους Θεσσ. (Καρδίτσ. Κρήν. Παλαμ.) Λευκ. Μακεδ. gουρg᾽λάιˬνους Μακεδ. (Ἀρν. Χαλκιδ.) γκουρτσ᾽λιˬάνους Μακεδ. (Βόιον Δαμασκ.) γκριλιˬάμος Ἤπ. (Δρόβιαν.) γκαρντιλιˬάνους Θρᾴκ. (Μάλγαρ.) γκιργκιˬλιˬάγκους Ἤπ. (Ζαγόρ.) γιργ᾽λιˬάγκους Ἤπ. γιργιλιˬάγους Ἤπ. (Ἰωάνν.) γρι᾽λιˬανὸς Μακεδ. (Πεντάπολ.) γκιρλιˬάγκους Ἤπ. (Ζαγόρ. Λάκκα Σούλ.) γκριλιˬάγκος Ἤπ. (Αὐλότοπ. Βαβούρ. Ζαγόρ. Μαργαρ. Τσαμαντ.) γκριλιˬάγκους Ἤπ. (Κουκούλ.) γκριστιλιˬάγκους Μακεδ. (Γρεβεν.) γριλιˬάγκος Ἤπ. γκιργκιλιˬάγκας Ἤπ. (Κόνιτσ.) γκιργκιλιˬάντζος Ἤπ. (Ἀργυρόκ.) κιρδιλιˬάγκος Λεξ. Βλαστ. 387 κιρδιλιˬάγκους Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.) γκαργκαλιˬάγκος Πελοπν. (Βερεστ.) γκαργκαλιˬάγκους Εὔβ. (Ἄκρ.) κρικαλάγκους Στερελλ. (Ναύπακτ.) γκουργκουλιˬάγκους Μακεδ. (Ἄσσηρ. Κοζ.) γουργουλιˬάγους Θεσσ. (Καλαμπάκ.) γκιρτσ᾽λάκους Θρᾴκ. (Σουφλ.) γιρτσιλάνους Θρᾴκ. (Μάδυτ.) γκριτσιλιˬάνους Α. Ρουμελ. (Μέγα Μοναστήρ. Σιναπλ.) γκριτσ᾽λιˬάνους Μακεδ. (Σιάτ.) γκρισκ᾽λιˬάνους Μακεδ. (Βόιον) γκρισ᾽λιˬάνους Μακεδ. (Βόιον Δεσκάτ.) γκ᾽ζαλιˬάνος Ἤπ. γκιζαλιˬάνους Ἤπ. γκαρτσαλιˬάνους Μακεδ. γκαρτζακλιˬάνους Μακεδ. γκουρτσουλιˬάνους Μακεδ. (Κοζ.) γκουρτσ᾽λιˬάνους Μακεδ. (Σιάτ.) γκριτζιˬαλάγκους Ἤπ. (Ἀρτοπ.) γκριτζ᾽λάγκους Ἤπ. (Πρέβ.) γκρισ᾽λάγκους Μακεδ. (Βόιον) κριτσιλιˬάγκους Θεσσ. Στερελλ. κριτσ᾽λιˬάγκους Ἤπ. (Ἀρτ.) κρι᾽λιˬάγκους Θεσσ. (Πῆλ.) καρδιλάγος Πελοπν (Λακων. Μάν.) καρδιλέγος Στερελλ. (Σιβίστ.) καρδιλιˬάγκος Ἀθῆν καρδιλιˬάγκους Θεσσ. (Ἀργιθ.) Στερελλ. (Ἀκαρναν.) γκαρδιλάγκους Στερελλ. (Ἀχυρ.) γκαρλίκους Μακεδ. (Βόιον) Εὔβ. (Ἄκρ.) κορδελιˬάγος Πελοπν. (Ξηροκ.) κορδιλιˬάγκους Θεσσ. κουρδιλάγκους Στερελλ. (Καλοσκοπ. Παρνασσ.) κουρδιλιˬάγκους Στερελλ. (Ἀράχ.) γκουρδιλιˬάγκους Θεσσ. (Ἀλμυρ.) γκουρντιλιˬάγκους Θεσσ. (Δομοκ.) γκουρτιλάγκους Στερελλ. (Αἰτωλ) γκούρλιˬακας Μακεδ. (Κοζ.) κριτιλιˬάγκους Θεσσ. (Πήλ.) κριτιλέgος Στερελλ. (Σιβίστ.) καρτελάνος Ἀθῆν. κατερλάνος Εὔβ. (Κάρυστ.) γκαρτελάνος Εὔβ. (Κάρυστ.) γκαρντιλάνος Ἤπ. (Κατσανοχ.) γκαρντιλάνους Ἤπ. (Πράμαντ.) γαρδελάνος Κύθν. καντελάνος Εὔβ. (Πλατανιστ.) καριγλιˬάνος Μ. Ἀσία (Κυδων.) γκεντελάνος Εὔβ. (Κάρυστ.) ραγκαλιˬάνους Μακεδ. (Ριζώμ.) γκερντελάνι τό, Σαλαμ. γαρντελάνι Εὔβ. (Κάρυστ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Λατιν. cartilαgο (= χόνδρος ρινός, ὤτων) καὶ τοῦ ἐξ αὐτοῦ Ἰταλ. συνων. cαrtelαgine, ἐκ τῶν ὁποίων εἰς τὸν βαλκανικὸν χῶρον προῆλθε τὸ Κουτσοβλαχ. gὰrleαnu ἤ gîrgîleαnu (= λάρυγξ), ἐξ αὐτοῦ δὲ τὸ Σλαβ. grkljαn μὲ τὴν αὐτὴν σημ. καὶ τὸ ὡσαύτως συνών. Τουρκ. girtlαk. Ἡ μεγάλη ποικιλία τῶν τύπ. ὀφείλεται ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν εἰς τὴν δυσχέρειαν τῆς προφορᾶς τῶν ξένων πρὸς τὴν ἑλληνικὴν προφορὰν φωνηέντων, τὰ ὁποῖα ἐμπερικλείονται εἰς αὐτὰς τὰς λ. ἀφ᾽ ἑτέρου δὲ εἰς τοὺς πολλαπλοῦς συμφυρμοὺς τῶν τύπ. μεταξύ των. Οὕτω π.χ. εἰς τὴν ὁμάδα τοῦ τύπ. γκιργκιλιˬάγκος ὑπόκειται συμφυρμὸς τῆς γκιργκιλιˬάνος καὶ καρδιλάγκος, εἰς τῆν ὁμάδα τοῦ τύπ. καρτελάνος τῶν cαrtilαge, cαrtelαgine καὶ γκιργκιλιˬάνος, εἰς τὸν τύπ. γκριλιάγκος τοῦ Τουρκ. girtlαk καὶ καρδιλάγκος. Εἰς τὴν ἰδιόμορφον προφορὰν τῶν Κουτσοβλαχ. α καὶ î (φθόγγων κυμαινομένων διὰ τὸ ἑλληνικὸν οὖς, μεταξύ τῶν ἁ, ι, ου) ἢ τῶν ἀντιστοίχων Σλαβ. καὶ Τουρκ. φωνηέντων ὀφείλεται ἡ ποικιλία τῶν ἀρκτικῶν γκιρ-, γκαρ-, γκουρ- ἢ τῶν ἐνδιαμέσων -γκιλ-, -γκαλ-, -γκουλ. Ὁ τύπ. γρικλιˬανὸς ἐκ τοῦ Βουλγαρ. gruklαn = λάρυγξ.

Σημασιολογία

1) ᾿Επὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων, ὁ λάρυγξ μετὰ τοῦ «μήλου τοῦ Ἀδὰμ» καὶ τῆς τραχείας ἔνθ᾽ ἀν.: Μέ πονεῖ ὁ καρδιλάgος μου Πελοπν. (Λακων.) Ἄνοιξε καλὰ τοὺ στόμα σ᾽ ἴσα ᾽ς τοὺν γκαρ᾽λιˬάνου, νὰ βάλου τοὺ σουφλάτου (= κινίνη) Μακεδ. (Σέρρ.) Ἔ᾽ τέτο͜ιου γκαρδιλάγκου οὑ Γληγόρ᾽ς π᾽ καταπί᾽ ἀκέριˬα τ᾽ ρόκα (τὸ στέλεχος τοῦ καρποῦ τοῦ ἀραβοσίτου μετὰ τῶν σπερμάτων) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ψόφησ᾽ ἡ γίδα. Ἔφαϊ ἕνα βιλά᾽ μιγάλου κὶ τ᾽ς στάθ᾽κι ᾽ς τοὺ γκριλιˬάγκου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Τοὺν καρδιλιˬάγκου τοὺν ρίχνουμι ᾽ς τὰ ᾽θράκιˬα κὶ τοὺν ψένουμι κὶ τοὺν τρῶμι Στερελλ. (Ἀκαρναν.) Ἔρριψ᾽ ᾽που τ᾽ν ἀρρώστιˬα τοὺ καλόιρου! Πιτάχτ᾽κι νιˬὰ π᾽θαμὴ ὄξου οὑ γκαργκαλιˬάγκους τ᾽ Εὔβ. (Ἄκρ.) Θὰ σὶ πιˬάσου κὶ θὰ ᾽ς τοὺ στρίψου τοὺ γκαργκαλιˬάγκου σ᾽, διˬαουλόσπαρμα! αὐτόθ. Θὰ σοῦ κόψω τὸ γκαρντιλάνο! Ἤπ. (Καστανοχ.) Τοὺν ἔπιˬακι ἀποὺ τοὺν γκιργ᾽λιˬάγκου νὰ τοὺν πνίξ᾽ Ἤπ. Θὰ σὶ τσακώσου κὶ θὰ σὶ βγάλου τοὺ gουργ᾽λιˬάνου! Μακεδ. (Χαλκιδ.) || Φρ. Θὰ ᾽ς τοὺν φάῃ τοὺν γκαρντιλιˬάγκου! (θὰ σὲ ἐκδικὴθῇ) Θεσσ. (Δομοκ.) Τί σὶ μέ᾽; ἂς κόψ᾽ τοὺν καρδιλιˬάγκου τ᾽! (δίς καταστραφῇ) Θεσσ. (Ἀργιθ.) Ἔφαγα, ἤπιˬα, ἡ τσ᾽λιά μ᾽ γίνιτσι ἀbάρ᾽ τσ᾽ ἡ gριgλιˬάνουζ-ι-μ᾽ δὲ bῆρι χαbάρ᾽ (εἰρωνικῶς ἐπὶ ἀνθρώπου ἐγειρομένου ἐκ τῆς τραπέζής χωρὶς νὰ χορτάσῃ) Μ. Ἀσία (Κυδων.) || ᾎσμ. Ἄσπρη πλάκα, δυˬὸ γαϊτάνιˬα, δυˬὸ φεgίτες, δυˬὸ κουΐτες, ὁ τζουρνᾶς ὁ ταχταbέλης ὁ γαργαλιˬάνος κιˬ ὁ τούbανος (παιγνιωδῶς λεγόμενον ρυθμικῶς ὑπὸ τῆς μητρὸς εἰς τὸ τέκνον τὴς, ἐνῷ συγχρόνως αὕτη τοῦ ψαύει τὸ μέτωπον, τὰ φρύδια, τὰ μάτια, τούς ρώθωνας, τὸ στόμα, τὴν γλῶσσαν, τὸν λάρυγγα καὶ τὴν κοιλίαν) Λευκ. Πβ. γκὶτ-γκίτ. 2) Ἡ ἐπιγλωττὶς Θρᾴκ. (Μάδυτ.) 3) Εἶδος στενολαίμου λαγύνου, ἀπὸ τοῦ σχήματος Μακεδ. (Κοζ.) 4) Μεταφ., ὑψηλὸς καὶ ἀδύνατος ἄνθρωπος Μακεδ. (Βλάστ.) Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γκουγκουλιˬά᾽ς Μακεδ. (Κάλιαν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/