Γουρουνοκυριˬακὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Γουρουνοκυριˬακὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
Γουρουνοκυριˬακὴ ἡ, Ζάκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ Κυριˬακὴ.
Σημασιολογία
Ἡ Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου (ἐκ τῆς κατ᾽ αὐτὴν γινομένης, κατὰ τοπικὸν ἔθιμον, σφαγῆς τῶν οἰκοσίτων χοίρων): Κεφτέδες; Ἀρχόντεψε βλέπω ἡ Μαρούλα. - Τ᾽ς εἶχε ἀπὸ τὰ ψὲς ἡ κακομοίρα. Γουρουνοκυριˬακή, βλέπεις. Συνών. Γδαρτοκυριˬακή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA