ἀσπρούτσικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπρούτσικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσπρούτσικος ἐπίθ. σύνηθ. ἀσπρούτσ'κους βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούτσικος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὑπόλευκος σύνηθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσπρουλλιˬάρικος 1. 2) Ὁ ἀρκετὰ λευκὸς σύνηθ. 3) Θηλ. ἀσπρούτσ’' οὐσ., εἶδος σταφυλῆς μὲ λευκὰς στρογγύλας ρᾶγας Μακεδ. (Κοζ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσπρούδα 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/