ἀσπροφέρνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπροφέρνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσπροφέρνω πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ ρ. φέρνω, περὶ οὗ ὡς β΄ συνδετ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθην. 22 (1910) 252.

Σημασιολογία

Κλίνω πρὸς τὸ λευκὸν χρῶμα, λευκάζω: Τὸ ἄλογο δὲν εἶναι ὁλότελα ἄσπρο, μὰ ἀσπροφέρνει.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/