γκλάβας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκλάβας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γκλάβας ὁ, πολλαχ. gλάβας Σῦρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γκλάβα κατὰ τύπ. μεγεθ. Πβ. Βυζαντ. ἐπών. Γλαβᾶς εἰς Γ. Χατζιδ. ΜΝΕ 2, 526.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων μεγάλην κεφαλὴν Σῦρ. Συνών. κεφάλας, κεφαλᾶς, κρατουνᾶς, ταγάρας ταγαροκέφαλος, φιˬάλας. 2) Δύσνους, πείσμων Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) Σῦρ.: Ἡ γυναῖκα του εἶναι γκλάβας Λεξ. Δημητρ. Συνών. βαρυκέφαλος Β1, βαρύσκοπος 1, κουτσοκέφαλος, μπόμπας, μπουμπουνοκέφαλος, ξεροκέφαλος, ξυλοκέφαλος, στραβοκέφαλος, σχοινοκέφαλος, χοντροκέφαλος. 3) Ὀκνηρὸς Μακεδ. (Δεσκάτ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γκλαβᾶς Χίος καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τύπ. Γκλάβας πολλαχ. Γλάβας Ἀθῆν. Θεσσ. Θρᾴκ. Λευκ. Μακεδ. Στερελλ. Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/