γουρουνόλοτζιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουνόλοτζιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γουρουνόλοτζιˬος ὁ, ἐνιαχ. γουρουνολοζὸς Ζάκ. (Μαχαιράδ.) γ᾽ρουνόλοζος Πελοπν. (Καρβελ. Λεῦκτρ. Τόμπρ.) γουρ᾽νόλοτζιˬο τό, Πελοπν. (Μεσσην.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ λότζιˬος, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ Ἰταλ. αlloggio = κατάλυμα.
Σημασιολογία
Γουρουνοκαλύβα, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθα καὶ συνών.: Αὐλὴ εἶναι αὐτὴ ἢ γουρουνολοζός; (περὶ ἀκαθάρτου αὐλῆς) Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA