ἀσπρόφορος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρόφορος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσπροφόρος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ (Ἀμισ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀσπρόφορος Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀσπροφορῶ.
Σημασιολογία
1) Ἀσπροφόρετος, ὃ ἰδ., πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Περάσανε δυˬὸ ἀσπροφόροι πολλαχ. Ἡ νύφε ἀσπροφόρα ἔν’ Χαλδ. Ἕνας ἀσπροφόρος λεβέντης Ἀμισ. || Ποίημ. Καὶ ταίρι σου τρισάξιο τῆς ὀμορφιˬᾶς σου δῶρο, τὸν καβαλλάρι σοῦ ἔδωκα, τὸ νικητὴ ἀσπροφόρο ΚΠαλαμ Ἀσάλ. Ζωή2 109. β) Πληθ., Ἀλβανοὶ στρατιῶται (Ἑβδομ. 6, φύλλ. 5,6.) 2) θηλ. οὐσ., φάντασμα λευκὰ ἐνδεδυμένον, νεράιδα πολλαχ.: Εἶδε ᾽ς τὸν ὕπνο του μιˬὰ ἀσπροφόρα Κρήτ. Τοῦ πήρανε οἱ ἀσπροφόρες τὴ μιλιˬά του Πελοπν (Μάν.) || Ποίημ. Τῆς κάμαράς μου ξάφνου ἡ θύρα ἀνοίγει καὶ μιˬὰ ἁσπροφόρα μὲ φιλεῖ κρυφὰ ΓΣτρατήγ. Τραγούδ. τοῦ σπιτ. 94.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA