βάτρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάτρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βάτρα ἡ, Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἤπ. Θεσσ. Μακεδ. (Βλάστ. Θεσσαλον.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Σλαβ. vatra.
Σημασιολογία
1) Ἐστία Ἤπ. Θεσσ. Μακεδ. (Βλάστ.) 2) Οἰκία Εὕβ. (Κάρυστ.): Δὲν ἔχει βάτρα νὰ μείνῃ. Δὲν πατῶ ᾿ς τὴ βάτρα του. β) Μέρος τοῦ κήπου Μακεδ. (Θεσσαλον.) 3) Οἰκογένεια Εὔβ. (Κάρυστ.): Θὰ βάλω τὴν κόρη μου σὲ βάτρα. 4) Ἡ οἰκονομικὴ καὶ οἰκιακὴ καθόλου κατάστασις, τὸ νοικοκυρειὸ Εὔβ (Κάρυστ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA