βατράλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βατράλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βατράλι τό, Ἄθ. Σκῦρ. βατρόλι Θρᾴκ. Σαλαμ. φατρά’ Ἴμβρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Σλαβ. vatral=πυράγρα. ’Ιδ. Ν’Ανδριώτ. ἐν Λεξικογρ. Δελτ. Ἀκαδ. ’Αθην. 2 (1940) 156. κἑξ.

Σημασιολογία

1) Τὸ συνδαύλιστρον τῆς πυρᾶς Θρᾴκ. Σαλαμ. Σκῦρ. 2) Σιδηροῦν ὄργανον μὲ τὸ ὁποῖον ἐξάγουν τὴν ᾶνθρακιὰν τοῦ φούρνου Ἄθ. 3) Μακρὸν ξύλον μὲ τὸ ὁποῖον μετακινοῦν τοὺς ἐντὸς τοῦ φούρνου καιομένους κλάδους Ἴμβρ: Φρ. Καβαλλίκιψι τὴ σφούgιˬα κί τοὺ φατρά’ (κατέβαλε μεγάλας προσπαθείας. σφούgιˬα=ξύλον μακρὸν φέρον εἰς τὸ ἕτερον ἄκρον παννὶ μὲ τὸ ὁποῖον καθαρίζουν τὸν φοῦρνον).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/