γκλέμι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκλέμι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκλέμι τό, ἐνιαχ. γκλέμ᾽ Θεσσ. (Δομοκ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ὑπάτ. Φθιῶτ. Φωκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἀλβαν. gjëmë-α = κακή, θλιβερὰ εἴδησις.
Σημασιολογία
Α) Τὸ ἰσχνὸν, ἀσθενικόν, βραδυκίνητον καὶ ἄχρηστον ζῷον ἔνθ᾽ ἀν.: Μὴ πάρ᾽ς κἄνα γιλαδ᾽κὸ γκλέμ᾽ Φθιῶτ. Φωκ. Β) Μεταφ., ἄνθρωπος ποταπὸς Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ὑπάτ. Φθιῶτ. Φωκ.): Νὰ χαθῇς γκλέμ᾽! Ὑπάτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA