γκλίζα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκλίζα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκλίζα ἡ, Θάσ. - Α. Σακελλ., Ἐγχειρ. ἀρμενιστ., 28 καὶ 564 - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ. γλίζα Ν. Κοτσοβίλ., Ἐξαρτ. πλοίων, 128 Λ. Παλάσκ., Ὀνοματολόγ., 24 Α. Σακελλ., Ἐγχειρ. ἀρμενιστ., 28 καὶ 564 - Λεξ. Περίδ. Ἠπίτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. ghissα = εἶδος τραπεζοειδοῦς ἱστίου.

Σημασιολογία

Ἡμιόλιον ἱστιοφόρου, ἰδιαιτέρως τῶν τριστήλων, διακρινόμενον εἰς γκλίζαν τοῦ τουρκέτου (= τοῦ ἀκατίου ἱστοῦ) καὶ γκλίζαν τοῦ μεγάλου ἢ τῆς μαΐστρας (= τοῦ μεγάλου ἱστοῦ) ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/