γκλόμπα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκλόμπα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γκλόμπα ἡ, Ἤπ. (Βίτσ. Χιμάρ. κ.ἀ.) γλόμπα Ἤπ.(Ζαγόρ. Τσαμαντ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Κυνουρ. Μεσσην.) γλόbα Πελοπν. (Μάν.) κλόπα Λεξ. Βάιγ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Σλαβ. globα = πρόστιμον, ζημία. Βλ. G. Meyer, Neugr. Stud. 2, 23 καὶ E. Berneker, Slav. Etymol. Wörterb., εἰς τὴν λ. globα. Ὁ τύπ. κλόπα καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ζημία, πρόστιμον διὰ γενομένην ζημίαν Ἤπ. (Τσαμαντ. Χιμάρ. κ.ἀ.): Ὁ μπεξῆς ἔχει τυχερὰ ἀπὸ γκλόμπες (μπεξῆς = ἀγροφύλαξ) Χιμάρ. Συνών. πρόστιμο, τζερεμές. Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ. 2) Ἀφανισμός, καταστροφὴ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Μεσσην.): Ἡ γλόμπα θὰ τὸν πάρῃ (θὰ καταστραφῇ) Μεσσην. Αὐτὸ τὸ σ᾽τάρι εἶναι γλόμπα (= κατεστραμμένον) Ζαγόρ. 3) Ἀκάθαρτος, ἀκαθαρσία Ἤπ. (Βίτσ.): Τί κατάν᾽σις ἔτσ᾽, γκλόμπα; Β) Μεταφ., ἀναξία γυνὴ Ἤπ. (Ζαγόρ. Χιμάρ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Κυνουρ.): Νιˬὰ γλόμπα λέμε μίνιˬα ποὺ δὲν εἶναι ἄξιˬα Βούρβουρ. Σοῦ ᾽ι μιˬὰ γλόμπ᾽ αὐτὴ Ζαγόρ. Εἶναι μιˬὰ γλόμπα ποὺ δὲν κάνει γιˬὰ τὸ τίποτα Κυνουρ. Δὲν ἔπαιρνε ἕνα κορίτσι ποὺ νὰ ξέρῃ πὼς ἔχει νοικοκυρά, πάρι πῆ᾽ε καὶ πῆρε νιˬὰ γλόμπα, ἐπειδὴς ἔχει πέντε δεκάρες (πάρι = παρά, ἀλλὰ) αὐτόθ. Ἡ λ. καὶ ὡς τόπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γκλόμπα Θεσσ. (Μελιβ.) Μακεδ. (Νάουσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA