γουρουνοπάζαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουνοπάζαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουρουνοπάζαρο τό, Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γουρ᾽νοπάζαρο Π. Παπαχριστοδ., Θρακ. ἠθογραφ. 3, 12.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ παζάρι.
Σημασιολογία
Ἀγοραπωλησία χοίρων ἔνθ᾽ ἀν.: Κάθε Σάββατο ἔχει γουρουνοπάζαρο Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἔξω ἀπὸ τὴν πολιτεία μας ὡς μίαν ὥραν μὲ τ᾽ ἄλογο, παραμονὴ τώρα Χριστουγέννων, γίνονταν τὸ γουρ᾽νοπάζαρο Π. Παπαχριστοδ., ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA