ἀστραγάλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστραγάλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀστραγάλι τό, ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 57 ἀστραγά’ Ἤπ. ᾿στραγάλι Βιθυν. Ἤπ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Λάστ. Μεσσ. Τρίκκ.) ᾿στραγάλ-λdι Ρόδ. ᾿στραγάλι Πόντ. (Ζησιν. Ὄφ.) ᾽στραβάλ-λdι Ρόδ. ’στραάλι Μεγίστ. Σύμ. ᾿στραγάδιν Πόντ. (Σαράχ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀστράγαλος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀστράγαλος τοῦ ποδός, τὸ σφυρὸν Βιθυν. Ἤπ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Λάστ. Μεσσ.) Ρόδ. Σύμ. ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀσίκι 1, ἀστραγαλόποδο, ἀστράγαλος 1, κότσι, ποδοστράγαλο. β) ’Αντικνήμιον Πόντ. (Ζησιν. Ὄφ. Σαράχ.) 2) Τὸ δι᾽ ἀστραγάλων παιγνίδιον Στερελλ. Συνών. ἀσίκι 1β, ἀστράγαλος 1β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA