γουρουνοπάπουτσο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουνοπάπουτσο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουρουνοπάπουτσο τό, Λεξ. Αἰν. γ᾽ρουνοπάπουτσο Ἀντίπαξ. Παξ. γουρ᾽νοπάπουτσο Ἀντίπαξ. Ἤπ. (Πάργ.) Λευκ. (Πόρ. Φτερν.) Παξ. γουρ᾽νοπάπ᾽τσο Λευκ γουρ᾽νουπάπ᾽τσου Στερελλ. (Ξηρόμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ παπούτσι.
Σημασιολογία
1) Εἶδος θαλασσίου ὀστρέου μὲ κέλυφος ἐπίμηκες στίλβον Ἀντίπαξ. Ἤπ. (Πάργ.) Παξ.: Ἔβγαλα λίγα γουρ᾽νοπάπουτσα νὰ πάου᾽ ς τὸ σπίτι μ᾽ γιˬὰ φαῒ Πάργ. Συνών. γουρουνοπόδαρο 5. 2) Τὸ φυτὸν Κυκλάμινον τὸ νεαπολιτανικὸν (Cyclamen neapolitanum) τῆς οίκογ. τῶν Ἡρανθιδῶν ἢ Πριμουλιδῶν (Primulaceae) Λευκ. Πόρ. Φτερν.) Στερελλ. (Ξηρόμ.) - Λεξ. Αἰν. Συνών. ἀγριοπατάτα, ἀζινίτσα, βουκάμενος, γουρούνα 8, γουρουνίδα 2, γουρουνίτσα 5, γουρουνοπατάτα, γουρουνοπόδαρο 5, γουρουνόχορτο 1, καλαπόδι, κλούτσινα, κυκλαμιˬά, κυκλαμίδα, ντρίμερο, πετρομανουρο, τῆς γῆς τὸ ψωμί.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA