γκόγκας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκόγκας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γκόγκας ὁ, Πελοπν. (Γεράκ. Κορινθ.) κ.ἀ. - Α. Τανάγρ., Σπογγαλ., 41 gόgας Κύθηρ. gόgους Ἤπ. (Ἰωάνν.) γκόκος Στερελλ. (Μαλεσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἀλβαν. gοgα (παρωνύμ. Βλάχος ἢ Σλάβος ὀρθόδοξος). Πβ. καὶ Ρουμαν. gog ἢ gogomαn (= ἀνόητος). Εἰς τὴν Κουτσοβλ. Gogα (= Γεώργιος).

Σημασιολογία

Δύσνους ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶναι γκόγκας, δὲν καταλαβαίνει τί τοῦ γίνεται Πελοπν. (Κορινθ.) Βρὲ gόgα, δὲ bαίρνεις χαbάρι; Κύθηρ. Γκόγκας ἐγεννήθης καὶ γκόγκας θὰ πεθάνῃς Α. Τανάγρ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. βλ. εἰς λ. γκλάβας. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τὐπ. Γκόγκας καὶ ὡς παρωνύμ. καὶ ἐπών. πολλαχ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/