γουρουνοπέτσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουνοπέτσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γουρουνοπέτσι τό, Ἀθῆν. Πελοπν. (Καρδαμ. Κίτ. Μάν. Σαηδόν.) - Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. 33 Πρω. Δημητρ. γουρ᾽νοπέτσι Ἄνδρ. Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Δάρα Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Κοπαν.) γουρ᾽νοπέτσ᾽ Τῆν. γουρ᾽νουπέτσ᾽ Εὔβ. (Ὄρ. Στρόπον.) Στερελλ. (Αὶτωλ. Ἀκαρναν. Ἀστακ. Λεπεν. Σπάρτ. Φθιῶτ. Φωκ.) γ᾽ρουνοπέτσι Πελοπν. (Καρδαμ. Πάνιτσ.) γ᾽ρουνουπέτσ᾽ Μακεδ. (Κωνσταντινᾶτ.) Σάμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ πετσί.

Σημασιολογία

1) Τὸ δέρμα τοῦ χοίρου ἔνθ᾽ ἀν.: Φορεῖ τσαρούχιˬα ἀπὸ γουρουνοπέτσι Πελοπν. (Κίτ.) Ἔχεις κἄνα κομμάτι γουρ᾽νοπέτσι νὰ φτε͜ιάσω γουρ᾽νοτσάρουχα νὰ ποδεθῶ; Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ.) Σώσαμε τὸ γουρ᾽νοπέτσι καὶ θὰ μείνουν τὰ παιδιˬὰ οὕλα ξυπόλυτα Πελοπν. (Βερεστ.) Μὶ τοὺ γουρ᾽νουπέτσ᾽ ἔφκε͜ιαναν σγαρόνιˬα (= γουρουνοτσάρουχα) Στερελλ. (Σπάρτ.) Ἅμα κάψῃς ᾽ς τὴ φωτιˬὰ τσαρούχι ἀπὸ γουρ᾽νοπέτσι μαζὶ μὲ χαμολιˬό, τότες τὰ Κατζιˬόνιˬα ἀπὸ τὴ βρῶμα δὲ ζυγώνουν ᾽ς τὸ χωριˬὸ (χαμολιˬὸς = τὸ ἀκανθόφυλλον φυτὸν χαμαιλέων, Κατζιˬόνιˬα = οὶ Καλικάντζαροι) Πελοπν. (Κοπαν.) Γιˬατί τό ᾽κανες ᾽φτοῦνο; - Ἔτσι! - Νὰ φᾶς ἕνα γουρ᾽νοπέτσι (ἀντιλαβὴ) Πελοπν. (Γαργαλ.) Συνών. γουρουνάσκι, γουρουνοδέρματο, γουρουνοπεριλογή, γουρουνόπετσα 1, χοιροδέρματο, χοιροπέτσι. β) Κατὰ πληθ., τὰ ἐκ δέρματος χοίρου κατασκευαζόμενα ὑποδήματα Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Συνών. γουρουνοτσάρουχα, σγαρόνια. 2) Τὸ σκληρὸν καὶ δυσμάσητον κρέας Ἀθῆν. Πελοπν. (Γαργαλ.): Τί μαλακὸ μοῦ λὲς πὼς εἴν᾽ αὐτὸ τὸ κρέας. Αὐτὸ εἶναι γουρουνοπέτσι Ἀθῆν. Εἶναι σκληρὸ σὰ γουρ᾽νοπέτσι (ἐπὶ κρέατος κακῶς μαγειρευμένου ἢ ἐπὶ κρέατος ἡλικιωμένου ζῴου, τὸ ὁποῖον δυσκόλως διὰ τοῦ βρασμοῦ καθίσταται μαλακὸν) Γαργαλ. 3) Ὁ ἀναιδὴς Λεξ. Δημητρ. Συνών. εἰς λ. γουρουνόπετσα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/