γουρουνοπόδαρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουνοπόδαρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γουρουνοπόδαρος ἐπίθ. ἐνιαχ. γουρ᾽νοπόδαρος Πελοπν. (Μαργέλ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) - Α. Παπαδιαμ., Χριστούγ. τεμπέλ, 34 - Λεξ . Δημητρ. γ᾽ρουνουπόδαρους Θεσσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γουρουνοπόδαρο.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων κοντοὺς πόδας ὡς τοῦ χοίρου Θεσσ. 2) Ὁ ἄπλυτος, ρυπαρός, ἀγροῖκος Πελοπν. (Μαργέλ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.): Φτοῦνος ὁ γουρ᾽νοπόδαρος τσῆ Πέτραινας ἔχει νὰ πλυθῇ ἀπὸ τότε ποὺ βαφτίστηκε Παιδεμέν. Συνών. ἀπάστρευτος 1, ἄπαστρος 1, ἀπλυτοβεδούρης, ἄπλυτος Α1, γουρουνάνθρωπος 2, γουρουνερὸς 2, ἀντίθ. παστρικός. 3) Δυσοίωνος Α. Παπαδιαμ., Χριστουγ. τεμπέλ., 84 - Λεξ. Δημητρ.: Σιμὰ εἰς ὅλα τ᾽ ἄλλα ὁ κόσμος τὴν εἶχε διὰ γρουσούζα, διὰ γουρ᾽νοπόδαρη. Ἅμα ἐπρόκειτο νὰ ἀποπλεύσῃ καμμιὰ βάρκα ἢ κανένα καΐκι καὶ ὁ καραβοκύρης ἢ οἱ σύντροφοι τὴν συνήντων εἰς τὸν δρόμον, ἐγύριζον ὀπίσω καὶ ἀνέβαλλον τὴν ἀναχώρησιν Α. Παπαδιαμ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. κατσικοπόδαρος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/