γουρουνοπόδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουνοπόδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γουρουνοπόδι τό, Ζἀκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ πόδι.

Σημασιολογία

1) Τὸ φυτὸν Ἐρώδιον τὸ γεράνιον (Erodium gruinum) τῆς οἰκογ. τῶν Γερανιιδῶν (Geraninaceae). Συνών. βλ. λ. εἰς λ. γουρουνοπόδαρο 3. 2) Τὸ φυτὸν Ἀρνόγλωσσον ὁ κορωνόπους (Plantago coronopus) τῆς οἰκογ. τῶν Ἀρνογλωσσιδῶν (Plantaginaceae) Λευκ. (Νικoλ). Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γ᾽ρουνοπόδι καὶ ὡς τοπων. Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/