ἀσπροφουστανοῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπροφουστανοῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀσπροφουστανοῦσα ἡ, Κύπρ. ἀσπρουφουστανοῦσα Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος, τοῦ οὐσ. φουστάνι καὶ τῆς παραγωγικῆς κατά - οῦσα.

Σημασιολογία

Ἡ φοροῦσα ἄσπρον φουστάνι ἔνθ' ἀν.: ᾎσμ. Κόρ’ ἀσπρουφουστανοῦσα μου, νά ’μουν πουδόγυρός σου! Αἶν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/