Ἀσπρόχαρως
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Ἀσπρόχαρως
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
Ἀσπρόχαρως ὁ, Ἤπ. Πελοπν. (Γορτυν.) - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. Χάρως.
Σημασιολογία
Ὁ Χάρων ὁ μὴ προξενῶν πολλὴν θλῖψιν εἰς τοὺς συγγενεῖς τοῦ ἀποθνήσκοντος ἢ φέρων χαρὰν ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. Εἶναι μαῦρος Χάρως, μὰ εἶναι καὶ Ἀσπρόχαρως (ὅταν δὲν λυπῆται κἀνεὶς διὰ τὸν θάνατον οἰκείου προσώπου) Γορτυν. Ἀντίθ. Μαυρόχαρως.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA