γουρουνοστάσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουνοστάσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουοουνοστάσι τό, ἐνιαχ. γουρουνοστάσιο Ν. Ἑστ. 21 (1937), 20 γουρουνοστασιˬὸ Κεφαλλ. (Φραγκᾶτ.) γουρ᾽νουστάιˬου Μακεδ. (Δάφν.) γουρ᾽νουστάσ᾽ Στερελλ. (Ἀχυρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γουρούνι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -στάσι. Πβ. γαιˬδουροστάσι, γομαροστάσι.
Σημασιολογία
Τόπος διαμονῆς χοίρων, τόπος ἀκάθαρτος ἔνθ᾽ ἀν.: Γουρ᾽νουστάσ᾽ γί᾽᾽ ἡ αὐλή μας μὶ τούτ᾽ τ᾽ βρουχὴ Στερελλ. (Ἀχυρ.) Τραπέζι εἴν᾽ αὐτὸ ἢ γουρουνοστάσιˬο; Ν. Ἑστ., ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA