γκόλιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκόλιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γκόλιˬος Ἤπ. - Λεξ. Δημητρ. γκόλιˬους Α. Ρουμελ. (Καβακλ.) Ἤπ. (Βίτσ. Ζαγόρ. Θεσπρωτ. Κόνιτσ. Κουκούλ. Μελιγγ.) Θεσσ. (Ἀετόλοφ. Ἀνατολ. Βαμβακ. Γερακάρ. Κακοπλεύρ. Καλλιπεύκ. Κρυόβρ. Μελιβ. Μεταξοχώρ. Νερόμυλ. Πτελοπούλ. Συκαμν.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Ἑλληνοχώρ. Μάλγαρ. Ὀρτάκ.) Μακεδ. (Ἀρκοχώρ. Βέρ. Βλάστ. Βόιον Βόλβ. Βροντ. Γιδ. Γρεβεν. Δαμασκην. Δεσκάτ. ᾽Εράτυρ. Θεσσαλον. Καστορ. Κίτρ. Κεφαλοχ. Κοζ. Κολινδρ. Λιτόχ. Νάουσ. Πεντάπολ. Πόρ. Ποταμοχώρ. Ρουμλ. Σέρρ. Σιάτ. Σταυρ. Φυτ.) gόλιˬους Α. Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.) Ἤπ. (Ἰωάνν.) Μακεδ. γκόλιˬας Μακεδ. (Κοζ.) γκούλιˬους Θεσσ. (Βαμβακ. Μελιβ.) Θρᾴκ. (Ἑλληνοχώρ.) πόλιˬος Ἤπ. Θηλ. γκούλιˬα ἡ, Μακεδ. (Δοξᾶτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Παλαιοσλαβ. gol = γυμνός, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ συνών. Κουτσοβλαχ. golu. Βλ. G. Meyer, Neugr. Stud. 2, 22. Πβ. E. Bernecker, Slav. Etym. Wörterb., 325 καὶ Κ. Νικολαΐδ., Λεξ. Κουτσοβλαχ. γλώσσης. Ὁ τύπ. γκόλιˬας κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ συνων. γκόλιˬαβος.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ὁ τελείως γυμνός, ὁ ἀπεψιλωμένος, ἐπὶ ἀνθρώπων, ζῴων, ἀντικειμένων Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἤπ. (Βίτσ. Ζαγόρ. Θεσπρωτ. Κόνιτσ. Κουκούλ. Μελιγγ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ἀετόλοφ. Ἀνατολ. Βαμβακ. Γερακάρ. Κακοπλεύρ. Καλλιπεύκ. Κρυόβρ. Μελιβ. Νερόμυλ Πτελοπούλ. Συκαμν. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Ἑλληνοχώρ. Μάλγαρ. Ὀρτάκ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βέρ. Βλάστ. Βόιον Βόλβ. Βροντ. Γρεβεν. Δαμασκην. Δεσκάτ. Ἐράτυρ. Θεσσαλον. Καστορ. Κίτρ. Κεφαλοχ. Κοζ. Κολινδρ. Λιτόχ. Πόρ. Ποταμοχώρ. Ρουμλ. Σέρρ. Σιάτ. Φυτ. κ.ἀ.): Ηὗρα ἕναν κόσ᾽τρα μ᾽ικρό. εἶνι μπὶτ γκόλιˬους (κόσ᾽τρας =σ αύρα) Μελιγγ. Εἶχι πιτάξ᾽ τὰ σκ᾽τιˬά τ᾽ κὶ ἦταν γκόλιˬους Κουκούλ. Ντὶπ γκόλιˬου τό ᾽᾽ τοὺ πιδί τ᾽ς αὐτεί᾽ Ἀετόλοφ. Γυρεύ᾽ γκούλιˬους σαρίγκαλους ᾽ς τοὺ χῶμα Βαμβακ. Τοὺ χουράφ᾽ γέμ᾽σι γκόλιˬα σφιλιγκάριˬα (γυμνοσαλιγκάρια) Μάλγαρ. Ποῦ πααί᾽ς, μουρή; Ντὶπ γκόλιˬα εἶσι, μά! Βροντ. Τοῦ πῆραν τοὺ πανουφόρ᾽ κιˬ ἀπόμεινι γκόλιˬους Καστορ. Ἄι, μά᾽ξι τὰ πιδιˬὰ κὶ γυρνοῦνι γκόλιˬα ᾽ς τ᾽ ρούγα Κεφαλοχ. Ντύσ᾽, γιˬατὶ εἶσι γκόλιˬους Κοζ. Στέκουνταν ᾽ς τ᾽ν αὐλὴ γκόλιˬους κιˬ ὅ᾽ τοὺν γιλοῦσαν Κολινδρ. Βάλι πάνου σ᾽ τίπουτι, μὴ γυρνᾶς γκόλιˬους Λιτόχ. Χάζιψιν, γκόλιˬους βγῆκιν ᾽ς τ᾽ στράτα Ρουμλ. Συνών. γδυτός, γυμνός, ζάρκος, ξεζάρκωτος, ξεμπλέτσωτος, ξέντυτος, τσίτσιδος, τσίτσιπλος. β) Τὸ νεογέννητον βρέφος, ἀγόρι ἢ κορίτσι, ὡς ἄτριχον Θεσσ. (Ἀνατολ. Ἑλληνοχώρ.): Ἡ Κατίνα γέ᾽σι κ᾽ ἔκανι γκούλιˬου Ἑλληνοχώρ. γ) Ὁ μη ἔχων ἀκόμη τρίχωμα, ἐπὶ ζῴων Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Καστορ.) Συνών. ἀμάλλιˬαστος Α1, ἄμαλλος 1, ἀμάλλωτος 1, ἄτριχος. δ) Ὁ μὴ ἔχων ἀκόμη πτερά, ἄπτερος, ἐπὶ πτηνῶν Ἤπ. (Βίτσ. Ζαγόρ. Ἰωάνν. Μάλγαρ. Μελιγγ.) Μακεδ. (Βλαστ. Πεντάπολ. Σταυρ.) - Λεξ. Δημητρ.: Πῶς ἦταν τὰ π᾽λλιˬὰ ἀπ᾽ τὰ χι᾽δουνίτσιˬα γκόλιˬα ντίπ! Βίτσ. Εἶνι γκόλιˬου ἀκόμ᾽, δέν ἔχ᾽ φτιρούδ᾽ ἀπάν᾽ τ᾽ Σταυρ. Συνών. ἀμάλλιˬαστος Α1β, ἀμάλλωτος 2, γκόλιˬαβος Α1β, γκολιˬανάρι 1, γκολιˬάρι 1α. 2) Φαλακρὸς Ἤπ. (Ζαγόρ. ᾽Ιωάνν. Κουκούλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Κοζ.): Ἀρρώστ᾽σ᾽ οὑ Γιˬά᾽ς κὶ τὄπισαν τὰ μαλλιˬά, ἀπόμ᾽κι γκόλιˬους Ζαγόρ. Τ᾽ς ἔπισαν τὰ μαλλιˬὰ ἀποὺ τοὺ κιφά᾽, ἀπόμ᾽νι ντὶπ γκόλιˬα Κουκούλ. Συνών. βλ. εἰς λ. γκολιˬοκέφαλος 2. 3) Γυμνόλαιμος ὄρνις, πετεινὸς Θεσσ. (Μεταξοχώρ. Νερόμυλ.) Μακεδ. (Ἀρκοχώρ. Γιδ. Νάουσ.): Εἶνι νταμάρ᾽ κόττις, κόκκινες κὶ παρδαλιˬὲς κὶ γκόλιˬες (νταμάρι = εἶδος) Νερόμυλ. Πιˬάσι νὰ σφάξουμι αὐτήνα τ᾽ γκόλιˬα Ἀρκοχώρ. Γκόλις οὐρνίθις δὲν παραέχουμι Νάουσ. Συνών. γκολιˬάβαρος 2, γκολιˬαβάρικος, γκόλιˬαβος 3, γκολιˬανάρικος, γκολιˬανός, γλαρολαίμης, γλειφτολαίμης, γυμνολαίμης, ζορκολαίμης. β) Γυμνόστηθος, ἐπὶ γυναικὸς Θεσσ. (Μεταξοχώρ.) 4) Τὸ ἀρσ. ὡς οὑσ., λεῖμαξ Θρᾴκ. (Καβακλ.). Συνών. βλ. εἰς λ. γκόλιˬαρος 4. 5) Τὸ θηλ. ὡς οὑσ., γαλλοπούλλα Μακεδ. (Δοξᾶτ.) 6) Τὸ οὐδ. ὡς οὑσ., εἶδος σίτου Θεσσ. (Μελιβ.) 7) Τὸ οὐδ. ὡς οὑσ., τὸ ἐσωτερικὸν σκληρὸν μέρος τοῦ κυδωνίου Μακεδ. (Σιάτ.): Μάρ᾽ μάννα, ἔφαγιν τοὺ καλὸ κὶ μ᾽ ἄφ᾽κιν τοὺ γκούλιˬου. Β) Μεταφ., πτωχὸς Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Μακεδ. (Βόλβ. Κοζ. Γρεβεν.): Εἶνι γκόλιˬους, δὲν ἔ᾽ οὔτι χουράφιˬα οὔτι σπίτ᾽ Βόλβ. Συνών. βλ. εἰς λ. γκόλιˬαβος Β1. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τύπ. Γκόλιˬους Θρᾴκ. Μακεδ. καὶ ὡς τοπων ὑπὸ τὸν τύπ. ᾽Σ τ᾽ Γκόλιˬου Ἤπ. (Κόνιτσ. Πυρσόγ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βόιον Καστορ.) καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γκόλιˬους Μακεδ. (Βλάστ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/