γουρουνοσύνη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουνοσύνη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γουρουνοσύνη ἡ, Πελοπν. (Γαργαλ. Χώρα Τριφυλ.) γουρ᾽νοσύνη Πελοπν. (Χώρα Τριφυλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γουρούνι.

Σημασιολογία

Ἀπρεπὴς συμπεριφορὰ ἔνθ᾽ ἀν.: Τί γουρ᾽νοσύνη ἦταν αὐτὴ ποὺ ἔδειξε προχτε᾽ς! Πελοπν. (Χώρα Τριφυλ.) Συνών. ἀγένεια, ἀπανθρωπιˬά, ἀρκουδιˬά, γαιˬδουριˬὰ 2, γαιˬδουριλίκι, γαιˬδουροσύνη, γαιˬδουρότη, γομαριˬὰ 3, γομαρίλα 2, γουρουνιˬά, γυφτιˬὰ 4, γυφτίλα 2, γυφτιλίκι 2, γύφτισμα, χωριˬατιˬά, ἀντών. εὐγένεια.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/