βατσινιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βατσινιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

R;hma

Τυπολογία

βατσινιˬάζω (ΙΙ) Κρήτ. βατσουνιˬάζω Κρήτ. βατσιν-νιˬάν-νου Λυκ (Λιβύσσ.) ματσιν-νιˬάν-νου Λυκ. (Λιβύσσ)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βατσῖνα (ΙΙ).

Σημασιολογία

1) Βατσινάρω 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. 2) Μεταδίδω εἴς τινα μολυσματικὴν νόσον Κρήτ. Πβ. βατσινάρω 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/