βάτσινο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάτσινο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βάτσινο τό, Κρήτ. Πελοπν. (Οἰν.) Χίος κ.ἀ Λεξ. Περίδ. Βυζ. βάτσ’νου Λέσβ. Μακεδ. κ.ἀ βάτσινε Τσακων. βάτσουνο Θρᾴκ. (Σκοπ.) Κρήτ. Πελοπν. (Λακεδ. Οἰν.) κ.ἀ ἀβάτσινο Θρᾴκ, ἀβάτσ’νο Θρᾴκ. ἀβάτσ’νου Θρᾴκ. Ἴμβρ. Σαμοθρ. βαβάτσινον Κύπρ. μάτσινο Ρόδ. μάτσινουν Λυκ. (Λιβύσσ.) βαβάτσινος Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *βάτινος κατὰ τροπὴν τοῦ τ εἰς τσ. ᾽Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,434 καὶ 435.
Σημασιολογία
1) Ὁ καρπὸς τῆς βάτου ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βατόμουρο. 2) Ὁ καρπὸς τῆς μορέας Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA