ἀσπροχρύσαφο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπροχρύσαφο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσπροχρύσαφο τό, ἀμάρτ. ἀσπροχρούσαφον Κάρπ. ἀσπροχρούσαφο Κάρπ. Τῆλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. χρυσάφι.

Σημασιολογία

Σύρμα ἀργυροῦν ἢ ἀπὸ λευκὸν μέταλλον χρησιμοποιούμενον διὰ κεντήματα καὶ ὑφάσματα ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Σύρμα μετάξιν ἤβαλα, σύρμα μαργαριτάρι καὶ σύρμα τ᾿ ἀσπροχρούσαφον ἤμπλεξα τὸ ᾿ατάνι (᾽ατάνι : γαϊτάνι) Κάρπ. Καὶ κλῶνο τ’ ἀσπροχρούσαφο κ᾿ ὕφαινα τὸ μαντήλι αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/