γκόμενα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκόμενα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκόμενα ἡ, κοιν. gόμενα Χίος (Φυτ. κ.ἀ.) γκόμινα gόμενος ὁ, σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἱσπαν. gόminα = σῆμα κατατεθὲν καλλυντικῆς ἀλοιφῆς τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς τῶν γυναικῶν, προερχομένης ἐξ Ἀργεντινῆς (1935).

Σημασιολογία

1) Ἡ φίλη, ἡ ἐρωμένη, ἰδίως ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἡ παλλακή, καὶ ὁ φίλος, ὁ ἐρωμένος κοιν.: Τὴν ἔχει - τὴν ἕπιˬασε γκόμενα, τὸν ἔχει-τὸν ἔπιˬασε γκόμενα. Ὡραία γκόμενα βρῆκες κοιν. Ἄ δώκῃς το ᾽ς τὴ gόμενά σου ποὺ ἀγαπᾷ σε (νὰ τὸ δώσης στῆ φίλη σου ποὺ σὲ ἀγαπᾷ) Χίος (Φυτ.) Συνών. ἀγάπη 3, ἐργολάβος 2, φιλαινάδα, φίλος. 2) Νεᾶνις (ἡ σημασία πρόσφατος καὶ μάλιστα τῆς ἀστικῆς argot) συνηθ.: Ἔ, ρέ, μιˬὰ γκόμενα! (θαυμαστικῶς: τί ὡραία κοπέλα) Ἀθῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/