γκορίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκορίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γκορίτσα ἡ, Πελοπν. (Ἀργολ.) - Λεξ. Βλαστ 281 γκουρίτσα Ἀθῆν. (παλαιότ.) γκουρίτζα Ἀθῆν. (παλαιά) gορίτσα Ἄνδρ. (Γαύρ) gορίζα Ἄνδρ. (Γαύρ.) γορίτσα Ἤπ. ἀγκορίτσα Εὔβ. (Πλατανιστ.) ἀgορίτα Μέγαρ. ἁgουρίτσα Κύθν. γκόρ᾽τσα ἀγν. τόπ. ἀγκόρ᾽τσα Εὔβ. (Αἰδηψ.) ἀγκόριτζα Εὔβ. (Αὐλωνἀρ.) ἀγκόρ᾽τζα Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Πλατανιστ. κ.ἀ.) κόρ᾽τζα Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἀλβαν. goritsë = ἡ ἀγρία ἀπιδέα. Πβ. G. Meyer, Neugr. Stud. 2.65. Εἰς τὸ λῆμμα ἀγριογκορτσεˬὰ ἀναγράφεται ἐσφαλμένως ὡς δεύτερον συνθετικὸν ὁ τὐπ. γκορτσεˬά.
Σημασιολογία
1) Τὸ φυτὸν Ἀπιδέα ἡ ἀμυγδαλόμορφος (Pyrus amygdaliformis) τῆς οἰκογ. τῶν Μηλεϊδῶν (Pomaceae) Ἀθῆν. (παλαιότ.) Ἄνδρ. (Γαύρ) Εὔβ. (Αἰδηψ. Αὐλωνάρ. κ.ἀ.) Ἤπ. Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀργολ. κ.ἀ.): Πάρ᾽ τοὺ μ᾽λάρ᾽ κὶ δέσ᾽ του κάτ᾽ ἀπ᾽ τ᾽ν ἀγκόρ᾽τσα Αἰδηψ. Τὴν ἀgορίτα τόμου τὴ μερώσωμε, κάμει ἀχλάδες (τόμου = ὅταν) Μέγαρ. Συνών. βλ. εἰς λ. ἀχλάδα (Ι) 1. Πβ. ἀγκαθεˬὰ 13, γκορίτσακας, γκοριτσαπιδιˬά, γκοριτσαχλαδιˬά, γκοριτσιˬὰ 1, γκορνιτσιˬά. 2) Ὁ καρπὸς τῆς ἀγρίας ἀπιδέας Εὔβ. (Πλατανιστ. κ.ἀ.) Ἤπ. (Λάκκα Σούλ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀργολ.) Σάμ. - Λεξ. Βλαστ. ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀνέβηκα σὲ μιˬὰ ἀγκοριτζιˬὰ νὰ κόψω ἀγκόρτζες Πλατανιστ. Ἔφαγα πολλὲς γκορίτσες κ᾽ ἐφούσκωσα Ἀργολ. Ἡ γι-ἀγριαχλαδιˬὰ κάμει ἀgορίτις Μέγαρ. Συνών. βλ. εἰς λ. ἀχλάδα (Ι) 3. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γκορίτσα Ἤπ. (Μαζαρακ. Ριζοβούν.) Πελοπν. (Γορτυν.) Γορίτσα Ἤπ. (᾿Ιωάνν.) Θεσσ. (Μαγνησ.) Πελοπν. (Κερπιν. Λιγουρ.) Γουρίτσα Ἤπ. (Ζαγόρ. Κόνιτσ.) Κορίτσα Στερελλ (Εὐρυταν.) Ἀγκόρ᾽τσα Εὔβ. (Αἰδηψ) Γκορίτσες Πελοπν. (Τριφυλ.) Κόκκινη Ἀγκόρ᾽τζα Ἀλόνν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA