βάττα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάττα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βάττα ἡ, σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Ἰταλ. ovatta.
Σημασιολογία
Στρῶμα βάμβακος ἐπιχρισμένον μὲ κόλλαν χρησιμοποιούμενον εἰς τὴν ραπτικὴν ὡς ὑπόθεμα ἰδίᾳ ἐπὶ τῶν ὤμων σάκκου πρὸς κανονισμὸν τοῦ σχήματός του
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA