γουρουνοσφάχτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουνοσφάχτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γουρουνοσφάχτης ὁ, Γ. Σφακιανάκ., Ν. Ἐστ. 24 (1938), 1169
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γουνούνι καἰ σφάχτης.
Σημασιολογία
Ὁ σφαγεὺς χοίρων: Κατέβηκε μὲ τὸ μαχαίρι ᾽ς τὰ δόντιˬα ἕνας γουρουνοσφάχτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA