γκοριτσολαιμιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκοριτσολαιμιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκοριτσολαιμιˬάζω ἐνιαχ. γκου᾽ρτσουλιμιˬάζου Θρᾴκ. (Σουφλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. γκοριτσολαίμης (= ὁ ἔχων ἀδύνατον λαιμὸν ὡς εἶναι ὁ ποδίσκος τοῦ γκόρτσου, ἀγριάχλαδου.
Σημασιολογία
Ἐξασθενῶ, ἀπισχναίνομαι ἔνθ᾽ ἀν.: Γκουριτσουλαίμιˬασι πλιˬὰ αὐτὸ τοῦ πιδὶ ἀπ᾽ τ᾽ς ἀρρώστγιˬες Θρᾴκ. (Σουφλ.) Τί ἔπαθις κὶ γκουρ᾽τσουλαίμιˬασις ἔτσ᾽; Ἄρρουστους ἦσαν; αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA