γκοριτσολογῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκοριτσολογῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκοριτσολογῶ ἐνιαχ. γκορ᾽τσολοῶ Πελοπν. (Κοντογόν. Μαργέλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γκόριτσο καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -λογῶ, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 247 κ.ἑξ.
Σημασιολογία
Τρώγω γκόριτσα ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀντριάνα, ἅμα πᾷς ιˬακάτου τὸν Κάναλο ποὺ ᾽ν᾽ ἀγκορ᾽τσιˬές, φέρε μας κάνα γκόρτσο νὰ γκορ᾽τσολοήσουμε ᾽πεσπεροῦ (= ἀποσπέρα) Κοντογόν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA