γκοριτσούλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκοριτσούλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκοριτσούλα ἡ, ἐνιαχ. γκορ᾽τσούλα Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ.) ἀγκοριτσούλα Πελοπν. (Γαργαλ. Λαγκάδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γκοριτσιˬά, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ γκορ᾽τσιˬά, καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ούλα.

Σημασιολογία

Γκοριτσίτσα, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Κρέμασε τὸ σακκοῦλι σὲ μιˬὰ κλάρα τῆς γκοριˬτσούλας ᾽ς τ᾽ ἀλώνι Πελοπν. (Ἀνδρίτσ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γκορ᾽τσούλα Πελοπν. (Γορτυν.) Γκορ᾽τούλα Πελοπν. (Τριφυλ) Γκορ᾽τζούλα Πελοπν. (Λαγκάδ.) Κορ᾽τσούλα Πελοπν. (Γορτυν.) Ἀγκοριτσούλα Πελοπν. (Παιδεμέν. Τριφυλ.) Ἀγκορ᾽τσούλα Πελοπν. (Τριφυλ) Ἀγκουρ᾽τσούλα Στερελλ. (Αἰτωλ. Δωρ.) Γκορ᾽τσοῦλες Ἤπ. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Γορτυν.) Ἀγκορ᾽-τοῦλες Πελοπν. (Γορτυν. Τριφυλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/