γκουβερνάντα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκουβερνάντα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γκουβερνάντα ἡ, σύνηθ. κουβερνάντα σύνηθ. gουβιρνάdα Ἤπ. (Ἰωάνν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Γαλλ. gouvernante = παιδαγωγὸς. Ὁ τύπ. κουβερνάντα ἐκ τῆς αἰτιατ. τὴν γκουβερνάντα, τοῦ ἐρρίνου ἐκληφθέντος ὡς ἀνήκοντος εἰς τὸ ἄρθρον.
Σημασιολογία
Ἰδιωτικὴ νηπιαγωγὸς ἢ παιδαγωγός, οἰκοδίαιτος συνήθως καὶ ἀλλοεθνὴς, ἀναλαμβάνουσα τὴν φύλαξιν, ἀνατροφὴν καὶ διδασκαλίαν ξένης γλώσσης εἰς ἓν ἢ περισσότερα παιδία ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. βάγιˬα, νένα, νταντά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA