γκουβέρνο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκουβέρνο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκουβέρνο τό, πολλαχ. gουβέρνο Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Ἰθάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. (Πεδιάδ.) γουβέρνο Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ. Μουστάκ κ.ἀ.) γοβέρνο Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) γουέρνο Ἀπουλ. (Καλημ.) Ἰθάκ. κουβέρνον Κύπρ. κουβέρνο Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ. Τραγάκ.) Μῆλ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Παξ. Πελοπν. (Γαργαλ. Κοπαν.) κουβέρνου Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Φθιῶτ. Φωκ.) κουέρνο Ἀπουλ. (Καλημ.) γκοβέρνο Ἤπ. (Ραδοβύζ.) gοβέρνο Σύμ. γοβέρνον Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. gοverno = kυβέρνησις. Ὁ τύπ. κουβέρνον καὶ εἰς Μαχαιρ., 1, 40 καὶ 360 (ἔκδ. R. Dawkins).
Σημασιολογία
1) Ἡ κυβέρνησις, ἡ ἐξουσία, τὸ κράτος, ἡ διοίκησις ἔνθ᾽ ἀν.: Μὴν τὰ περιμένῃς ὅλα ἀπὸ τὸ γουβέρνο Κύπρ. Τὸ κουβέρνο ἐδιάταξε νὰ πλερώσουνε φόρο γιὰ τὰ κατσικοπρόβατα ὅσοι ἔχουνε Μῆλ. Ὥστου ποὺ εἴιδι κι ἀπούε͜ιδι τοὺ κουβέρνου κ᾽ ἔβγανι τσιγαρόχαρτου ξαργουτ᾽κὸ γιὰ τσ᾿ γιˬουργοὶ Σάμ. Πῆρα τὴ φοράδα καὶ πῆγα ᾽ς τὴ χώρα νὰ πάρω τὴν καψοσύνταξη ποὺ μοῦ δίνει τὸ γκουβέρνο Γ. Δροσίν., Διηγήμ., 132 || Παροιμ. Φρ. Οἱ μουρλοὶ καὶ τὸ κουβέρνο ὅ,τι θέλουνε, τὸ κάνουν Ζάκ. 2) Ἡ διακυβέρνησις σκάφους Ἤπ. (Πάργ.) 3) Διοίκησις, κουμάντο Κρήτ. (Μουστάκ. κ.ἀ.) Εἶdα, κερατᾶ, γουβέρνο ἔεις Μουστάκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA