γκουβούνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκουβούνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκουβούνα ἡ, Θεσσ. (Ζαγορ.) Πελοπν. (Γαργαλ. Τεγ.) γκ᾽βούνα Εὔβ. (Αἰδηψ.) γκουβίνα Πελοπν. (Βασαρ. Βλαχοκερ.) γκουβανιˬὰ Μακεδ. (Κοζ) κουβούνα Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Πελοπν. (Βλαχοκερ. Βρέσθ.) κουβουνιˬὰ Μακεδ. (Κοζ.) Βιθυν. (Κίος) γκουβούνης ὁ, Πελοπν. (Τεγ.) γκούβ᾽νους Μακεδ. (Πολύγυρ.) κούβ᾽νους Μακεδ. (Χαλκιδ.) Τένεδ. κουβουνὸς Πάτμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Κουτσοβλαχ. guvun = μεγάλο περίττωμα.

Σημασιολογία

1) Σωρὸς κόπρου ζῴων, ὡς προβάτων, βοῶν κ.λπ.. Θεσσ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Κοζ. Χαλκιδ.) Πελοπν. (Βασαρ. Βλαχοκερ. Βρέσθ.) Συνών. βοιˬδιˬά, βουνιˬά. β) κόπρος ἀνθρώπου Θεσσ. (Ἀλμυρ.) Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Τεγ.) κ.ἀ. 2) Σωρὸς καρπῶν, λίθων, χώματος ἢ καὶ ἄλλων πραγμάτων Βιθυν. (Κίος) Μακεδ. (Πολύγυρ.) Πάτμ. Τένεδ.: Ἐκρίναμε μιˬὰ κουβουνιˬὰ ἐλιˬὲς Κίος || ᾎσμ. Γκούβ᾽νου γκούβ᾽νου τὰ σιτάριˬα κὶ λαμνὶ τὰ κριθαράκιιˬα (λαμνὶ = ἐπιμήκης σωρὸς) Πολύγυρ. 3) Μεταφ. Κουβάρι Βιθυν. (Κίος) β) Ἡ παχεῖα, ὀκνηρὰ καὶ δυσκίνητος γυνή Εὔβ. (Αἰδηψ.) γ) Ἀνοικοκύρευτος γυνὴ Μακεδ. (Κοζ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γκούβουνας Λῆμν. ᾽Σ τοῦ Γκουβίνα Μακεδ. (Σαρακ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/