γκουβουνόπουλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκουβουνόπουλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκουβουνόπουλο τό, ἐνιαχ. κουβουνόπ᾽λο Βιθυν. (Κίος).
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γκουβούνα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -πουλο.
Σημασιολογία
Λοφίσκος ἐκ λίθων ἣ χώματος: Ἔ βὲ Ντούμπα, θυμᾶσαι βέ, τὴν παλιˬὰ τὴν Κιιˬό; Θυμᾶσαι τηνα; Πίσω ᾽ς τὴν Ἀγιˬὰ ποὺ ᾽μαστα μικροί, πού᾽ φκε͜ιαναμε κουβουνόπ᾽λα ᾽δῶ, κουβουνόπ᾽λα ᾿κεῖ κ᾽ ἔκαναμε καὶ μιˬὰ μεγάλη κουβουνιˬά, βέ;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA