γκοῦβρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκοῦβρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γκοῦβρος ὁ, (ΙΙ) Ἤπ. - Λεξ. Δημητρ. γκοῦβρους Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ.) Μακεδ. (Βλάστ. Δασοχώρ.) gοῦβρους Ἤπ. (Ἰωάνν.) γκοῦμπρους Ἤπ. (Ζαγόρ.) γοῦβρους Ἤπ. (Κούρεντ.) κοῦβρους Ἤπ. (Ἰωάνν.) κοῦμπρους Ἤπ. (Κουκούλ.) Θηλ. γκούβρια ἡ, Ἤπ. (Κουκούλ.) κούβρη Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Κουτσοβλαχ. guvόr = ἥβη, ἐξόγκωμα.
Σημασιολογία
Ἡ προνύμφη καὶ κατόπιν νύμφη τοῦ ἐντόμου Ὑπόδερμα τοῦ βοὸς (Hypoderma bovis), τῆς οἰκογ. τῶν Οἰστριδῶν (Oestridae), ὡς δημιουργοῦσα εἰς τὰς ράχεις τῶν ἀσθενικῶν αἰγῶν καὶ βοῶν, ὅπου παρασιτεῖ, μικρὰ ἐξογκώματα, ἔνθ᾽ ἀν.: Γιˬόμ᾽σαν τὰ γίδιˬα ὅλου γκοῦμπρ᾽ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἔβγαλα ἕνα γκοῦμπρου ἀποὺ τὸ κατσί᾽ αὐτόθ. Αὐτὸ τοὺ τουμάρ᾽ εἶνι γιμᾶτου γκούβρους αὐτόθ. Συνών. βούγκρι, γιˬοθάρι, γιˬόθι, γιˬόθος, ὄγκρος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA