βαΰζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαΰζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαΰζω Ζάκ. Πελοπν. (Λεντεκ. Συκεˬὰ Κορινθ. Τρίκκ. Τριφυλ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ.) Τῆν κ.ἀ βαγύζω Λεξ. Κομ. βαγύζου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) βεγγύζω Πόντ. (Ἀμισ.) βαΰντου Τσακων.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. βαΰζω.
Σημασιολογία
1) Κραυγάζω, φωνάζω ἔνθ’ ἀν. Συνών. βάζω (Ι) 1, βατταλαλῶ 3. β) κλαίω ὡς μικρὸν παιδίον Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) -Λεξ. Κομ. 2) Ὑλακτῶ Πόντ. (Ἀμισ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. βαβίζω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA