ἀσταμάτητα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσταμάτητα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀσταμάτητα ἐπίρρ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀσταμάτητος.
Σημασιολογία
Ἀδιακόπως, ἀκατάπαυστα: Βρέχει ἀσταμάτητα. Ἔκλαιγε ἀσταμάτητα. Λέει τὸ στόμα του ἀσταμάτητα. Συνών. ἀστάνιαρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA