ἀσταμάτητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσταμάτητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσταμάτητος ἐπίθ. σύνηθ. ἀσταμάτητους Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀσταμάτ’τους πολλαχ βορ. ἰδιωμ ἀσταμάτιγος Πελοπν. (Μάν.) - ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,103 ἀσταμάτ’γους Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀσταμάτιστος Μποὲμ Ντόπ. ζωγραφ. 8.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σταματητὸς < σταματῶ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ παύων νὰ κινῆται, ἀεικίνητος πολλαχ.: Ἀσταμάτητος ἄνθρωπος. Ἀσταμάτητο ρολόι πολλαχ. Ἀσύστατους κιˬ ἀσταμάτητους Ζαγόρ. 2) Ἀκατάπαυστος, ἀδιάκοπος σύνηθ.: Ἀσταμάτητη βροχή. Κουβεντολόι ἀσταμάτητο. Συνών. ἀστάνιˬαρος. 3) Ὁ μήπω σταθεὶς Λεξ. Δημητρ.: Ἀσταμάτητο ἦταν τὸ τραῖνο σὰν κατέβηκε 4) ᾿Εκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ σταματήσῃ σύνηθ.: Ἀσταμάτητο ρέμα. Ἀσταμάτητη πλημμύρα σύνηθ. Τοὺ αἷμα πάει πουτάμ’, εἶναι ἀσταμάτ'γου Αἰτωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA