βαφτίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαφτίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαφτίζω, βαπτίζω λόγ. σύνηθ. βαφτίζω κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βαφτίζου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Εὔβ (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ.) βαφτίζ-ζου Εὔβ. (Κουρ.) βαφτζίζω Καππ. (Ἀραβάν.) βαφτίτζω Ἀπουλ Σιφν. βαστίτ-τζω Καλαβρ. (Μπόβ. κ.ἀ.) βαθτίζω Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) βαττίζω Ἀπουλ. (Καλημ.) βατ-τίτζω Ἀπουλ. (Μαρτ.) βαφκίζου Τσακων. γαφτίζω Κίμωλ. Ρόδ. Σέριφ. Σίφν Χίος δαφτίζω Ἀστυπ. Κῶς Μεγίστ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. Χίος δαφτίτζω Σύμ. δαφτίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀφτίζω Ἰκαρ. Καρπ. Μετοχ. βαβτ’σμένους Μακεδ. (Χαλκιδ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. βαφτίζω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. βαπτίζω. Περὶ τοῦ δαφτίζω ἰδ. γράμμα β 6.
Σημασιολογία
Α) Ἐνεργ. 1) Τελῶ τὸ μυστήριον τοῦ ἱεροῦ βαπτίσματος, βαπτίζω τινὰ κατὰ τοὺς κανόνας τῆς χριστιανικῆς ἐκκλησίας κοιν. καὶ Ἀπουλ (Καλημ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Μπόβ. κ.ἀ.) Καππ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὀφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ) Τσακων Βάφτισαν ἕνα Τοῦρκο καὶ τὸν ἔκαναν Χριστιανό. Βάφτισαν τὸ μωρὸ- τὸ παιδὶ καὶ τοῦ ’βγαλαν τὸ δεῖνα ὄνομα. || Παροιμ. φρ. Ζουρλὸς παππᾶς τὸν βάφτισε (ἐπὶ τοῦ λίαν ζωηροῦ καὶ ἀτάκτου). || Παροιμ. Βαφτίζω καὶ μυρώνω, ἄρα ζήσῃ καὶ μὴ ζήσῃ (ἐπὶ τοῦ ἐκτελοῦντος ἔργον τι χωρὶς νὰ φέρῃ κἀμμίαν εὐθύνην διὰ τὰ ἐπακόλουθα) κοιν. Βαφτίζ’ κὶ μυρώ’ οὑ δεῖνα (ἐκτελεῖ ἐπιτυχῶς τὸ ἔργον του) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ὅπου ἔχει νουννὸ βαφτίζεται (ὁ ἔχων προστάτην κερδίζει) Ζάκ. || Γνωμ. Βαφτισμένον κόκκαλον’ς σὴν κόλασιν ’κί πάει Κερασ. || ᾎσμ. Χριστέ, καὶ πάψε τὸ κακό, πάψε καὶ τὸν ἀγέρα νὰ δαφτιστῶ ’ς τὴ χάρι σου ἐγὼ καὶ τὰ παιδιˬά μου Τῆλ. 2) Παρίσταμαι ὡς ἀνάδοχος κατὰ τὴν βάπτισίν τινος, ἀναδέχομαί τινα ἐκ τῆς ἱερᾶς κολυμβήθρας κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.):Ὁποὺ ἐβάφτισε καὶ νὰ στεφανώσῃ! (εὐχὴ πρὸς τὸν ἀνάδοχον νὰ ζήσῃ καὶ νὰ στεφανώσῃ τὸν ἀναδεκτὸν) Κεφαλλ. Καὶ νὰ βαφτίσῃς! (εὐχὴ πρὸς τὸν κουμπάρον κατὰ τὸν γάμον νὰ ζήσῃ καὶ νὰ βαπτίσῃ τὸ παιδὶ τῶν νεονύμφων) Ἰθάκ. Μετοχ. βαφτισμένος=ἀναδεκτὸς Μέγαρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βαφτισιμα͜ιὸς 1. 3) Βαπτίζων τινὰ δίδω εἰς αὐτὸν ὄνομα πολλαχ.καὶ Καππ.: Παροιμ. φρ. Ἀκόμη δὲν τὸν εἴδαμε, Γιάννη τόν βαφτίσαμε (ἐπὶ τοῦ στηρίζοντος ἐπὶ ἁπλῆς ὑποθέσεως γεγονός τι ὡς βέβαιον) σύνηθ. β) Δίδω εἴς τινα παρωνύμιον, παρονομάζω, βγάζω παρατσούκλι πολλαχ.: Τὸν βαφτίσανε Καμπούρη–Στραβολαίμη-Στραβοπόδη κττ. γ) Δίδω ὄνομα, ἐπὶ πλοίου σύνηθ.: Ἔρριξαν τὸ καΐκι ’ς τὴ θάλασσα καὶ τὸ βάφτισαν Ἀρχάγγελο. 4) Βυθίζω τι εἰς ὕδωρ ἢ ἄλλο ὑγρὸν (ἢ σημ. αὕτη οὐχὶ ἡ ἀρχαία, ἀλλὰ νεωτέρα γεννηθεῖσα ἐκ τῆς χριστιανικῆς χρήσεως) πολλαχ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.): Βάφτισε ὁ παππᾶς τὸ σταυρό ’ς τὴ λεκάνη πολλαχ. || Φρ. Μπακίρι βαφτισμένο ᾿ς τὸν ἱδρῶτα (χρῆμα ἀποκτηθἐν μετὰ πολλοῦ μόχθου) ΚΜπαστ. Ἁλιευτ. 85. ᾿Εγινε «ἐν Ἰορδάνῃ βαφτιζομένου σου» (ἐπὶ τοῦ βυθιζομένου εἰς ὕδωρ) Ἤπ. 5) Ἀναμειγνύω τι μὲ ὕδωρ πολλαχ καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Τσακων.: Ὁ γαλατᾶς βαφτίζει τὸ γάλα του. Ὁ κάπελας ἄρχισε νὰ βαφτίζῃ τὸ κρασί. Βαφτισμένο γάλα-κρασὶ κττ. 6) Προξενῶ εἴς τινα ἐξαιρετικὴν εὐχαρίστησιν Λεξ. Δημητρ.: Μὲ τὴ φορεσιˬὰ ποῦ τοῦ χάρισες τοῦ δύστυχου τὸν βάφτισες. Β) Μέσ. 1) Εἰσέρχομαι εἰς τὰ ὕδατα τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ μιμούμενος τὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ σύνηθ.: Πῆγε ’ς τὸν Ἅγιο Τάφο καὶ βαφίστηκε ’ς τὸ Γιορδάνη ποταμό. 2) Καθαγιάζομαι α) Ἐπὶ ὑδάτων καθαγιαζομένων τὴν ἡμέραν τῶν Θεοφανείων διὰ τῆς καταδύσεως τοῦ τιμίου σταυροῦ σύνηθ.: Τὰ Φῶτα βαφτίζονται τὰ νερά. Τὰ καΐκιˬα δὲ σηκώνουν ἄγκυρα, ἂν δὲ βαφτιστοῦν τὰ νερὰ (πιστεύεται ὅτι μετὰ τὸ ἁγίασμα τῶν Θεοφανείων ἡ θάλασσα γίνεται πλέον ἥσυχη). β) Ἐπὶ ἀνέμου πνέοντος τὴν ἡμέραν τῶν Θεοφανείων ὅστις πιστεύεται ὅτι θὰ εἶναι ὁ ἐπικρατέστερος ὅλου τοῦ ἔτους Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τ’ Φουτῶν βαφτίστ’κι οὑ βουρεˬὰς–οὑ νουτιˬὰς κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA